[4211,1]
Fare per
giovare,
servire.
Phot.
Cod. 190. fin. col. 493. ed. gr. lat.
ἐν τoύτῳ
*
(τῷ ἰχϑῦϊ) λίϑoν εὑρίσκεσϑαι
*
(ϕησὶ Πτολεμαῖoς ὁ ῾Hϕαιστίων) τòν ἀστερίτην, ὅν εἰς ἥλιον τεϑέντα, ἀνάπτεσϑαι
*
(incendi)· ποιεῖν δὲ καὶ πρòς
ϕίλτρον
*
. (valere etiam ad philtrum.
Schottus.)
{{V. p.
4225.}}