19. Giugno 1823.
[2796,1]
Καὶ μοι δοκεῖ, εἴ τις τῶν ϑεῶν πάντας ἀνϑρώπους
εἰς ἕνα που χῶρον συναγαγών, ἕκαστον ἀπαιτήσει τὴν ἑαυτοῦ διηγήσασϑαι
τύχην, εἶτα πάντων εἰπόντων, ἑκάστου πύϑοιτο πάλιν, ποίαν ἔχειν ἕλοιτο;
πάντας ἂν ἀποροῦντας σιγῆσαι μηδένα ζηλωτὸν ϑεωμένους. ᾽Eντεῦϑεν ἄρα
τινές, Tραύσους οἶμαι τὸ γένος
*
(nationem hanc) προσαγορεύουσι, τικτομένου μέν
τινος ὠλοϕύροντο σκοποῦντες, εἰς ὀσα ἦλϑε κακά, ἀπιόντος δὲ
πανήγυριν
*
(festum) ἦγον, ὅσων ἠλευϑέρωται δυσχερῶν ἐννοόυμενοι.
*
Χορικίου Σοϕιστοῦ ᾽Eπιτάϕιος ἐπὶ
Προκοπίῳ Σοϕιστῇ Γάζης. Oratio funebris in Procopium Sophistam-Gazaeum (§. 35. p. {{859.}}) primum edita gr. et lat. a Fabric. in B. G. edit. vet. t.
8. p. 841-63. lib. 5. c. 31.
(19. Giugno 1823).